αρωματικα φυτα και βοτανα
Με τον όρο αρωματικά φυτά χαρακτηρίζονται εκείνα τα φυτά που αποδίδουν άρωμα, το οποίο άρωμα οφείλεται σε πτητικές ενώσεις.
Με την επίδραση εξωτερικών ερεθισμάτων, όπως ο άνεμος, αυξάνεται η ποσότητα των πτητικών ενώσεων που απελευθερώνονται στο περιβάλλον. Οι πτητικές ενώσεις παράγονται και συσσωρεύονται σε φυτικούς αδένες που βρίσκονται στα διάφορα μέρη των φυτών, όπως τα άνθη, τα φύλλα, οι βλαστοί, οι καρποί, οι ρίζες. Τα αρωματικά φυτά έχουν χρησιμοποιηθεί για εκατοντάδες χρόνια σε κάθε σημείο της γης από πολυάριθμους πολιτισμούς, όχι μόνο στη διατροφή αλλά και στην αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας. Τα αρωματικά φυτά είναι ευρέως διαδεδομένα σε όλη την περιοχή της Μεσογείου και είναι κυρίαρχα στοιχεία της χλωρίδας της. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν ως αρτύματα, αφεψήματα και για θεραπευτικούς λόγους ενώ σήμερα τα αρωματικά φυτά και τα αιθέρια έλαια τους, χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφών, ποτών, καλλυντικών, στη φαρμακοβιομηχανία, αλλά και στη μελισσοκομία. Στην Ελλάδα, φύεται ένας μεγάλος αριθμός αρωματικών φυτών, τα οποία είτε φύονται σε όλη τη χώρα, είτε σε ένα βιότοπο, είτε εξαπλώνονται σε μία μικρή περιοχή. Έχουν καταγραφεί περίπου 2000 είδη φυτών που παράγουν αιθέρια έλαια. Η οικογένεια με τον μεγαλύτερο αριθμό αρωματικών φυτών στην Ελλάδα είναι η οικογένεια Lamiaceae (Χειλανθή). Τα πιο κοινά είναι: το θυμάρι, το θρούμπι , το φασκόμηλο , η ρίγανη , ο δίκταμος , το μελισσοβότανο , το τσάι του βουνού , το δενδρολίβανο. Η εμπορική εκμετάλλευση των φυτών στην Ελλάδα γίνεται με δύο τρόπους, με συλλογή των αυτοφυών ειδών και με καλλιέργειες διαφόρων αρωματικών ειδών. Κάποια από τα αρωματικά φυτά που έχουν καλλιεργηθεί στην Ελλάδα είναι ο βασιλικός, ο γλυκάνισος, ο δίκταμος, ο κρόκος, το κύμινο κ.ά. Ο κύριος όγκος των αρωματικών φυτών που είτε συλλέγονται από τη φύση είτε καλλιεργούνται, εξάγονται και ένα μικρό ποσοστό διατίθεται στην ελληνική αγορά. Η ζήτηση των αρωματικών φυτών ολοένα και αυξάνεται καθώς αυξάνεται η ζήτηση για φυσικά προϊόντα. Επίσης, η διάδοση της αρωματοθεραπείας και οι έρευνες που αποδεικνύουν την ισχυρή βιολογική δράση των αιθέριων ελαίων, κάνουν τους ρυθμούς ζήτησης των αρωματικών φυτών να αυξάνονται. Υπάρχει παγκόσμιο ενδιαφέρον για τα αρωματικά φυτά, καθώς οι έρευνες έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Η Ελλάδα είναι μία από τις πέντε χώρες με τα περισσότερα ερευνητικά αποτελέσματα για τα αρωματικά φυτά και τα αιθέρια έλαια που παράγουν. |
Τα βότανα είναι αυτοφυή φυτά, που αναπτύσσονται σε διαφορές άγονες η και καλλιεργημένες περιοχές και τα οποία κατά διαφορά χρονικά διαστήματα οι γεωργοί τα μαζεύουν η όπως συνήθως λένε, τα «βοτανίζουν».
Στην αρχαιότητα, βότανα αποκαλούσαν όλα τα φαρμακευτικά φυτά που κατά την μάσηση παρουσίαζαν πικράδα, γλυκάδα ή και αρωματική γεύση. Τις ιδιότητες αυτές, οι πρώτοι άνθρωποι τις απέδιδαν σε μαγικές ικανότητες που είχαν τη δύναμη, όταν εισέλθουν στον οργανισμό ενός πάσχοντος, να τον ανακουφίσουν η και να τον θεραπεύουν από οποιαδήποτε αρρώστια. Ιστορικά, τα φυτά αποτέλεσαν, μαζί με άλλες οργανικές και ανόργανες ουσίες, την βάση της θεραπευτικής, η οποία στηριζόμενη στην μακρόχρονη εμπειρία, δρούσε με αντικειμενική επίδραση στην νόσο, χωρίς να αποκλείεται και η αυθυποβολή της προσωπικότητας του θεραπευτή. Κάτι που συμβαίνει ακόμα και στις μέρες μας. Πασίγνωστα ήταν τα μεγάλα μαντεία – θεραπευτήρια της αρχαιότητας στον Ελλαδικό χώρο, με επικεφαλής τα Ασκληπιεία. Οι Έλληνες έχουν τον Αριστοτέλη με 500 περίπου φάρμακα στην «Ιστορία των Φυτών». Ο πατέρας της Ιατρικής ο Ιπποκράτης ο Κώος (460-337 π.Χ.) στα συγγράμματα του αποδίδονται στην εμπειρία του, αναφέρει 400 δείγματα φαρμακευτικών ουσιών από φυτά. Ο Διοσκουρίδης (Κιλικία 1ος μ.Χ. αι.) θεωρείται ο «θεμελιωτής της φαρμακολογίας». Οι γνώσεις του για την θεραπευτική δράση των φυτών, δεν ξεπεράστηκαν για αιώνες. Ο άλλος μεγάλος γιατρός της αρχαιότητας, ο Γαληνός (129-199 μ.Χ.) παρασκεύασε τα φυσικά θεραπευτικά σχήματα, που ονομάστηκαν «Γαληνικά σκευάσματα» που ίσχυαν έως τον 18α αιώνα. |